σμυριδωρύχος

σμυριδωρύχος
ο, Ν
εργάτης σμυριδωρυχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + -ωρύχος (< ορύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σμυριδεργάτης — ο, Ν εργάτης που εξορύσσει σμύριδα, σμυριδωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + εργάτης] …   Dictionary of Greek

  • σμυριδωρυχείο — το, Ν ορυχείο σμύριδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυριδωρύχος. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδωρυχεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”